χρυσοκίθαρις

χρυσοκίθαρις
χρῡσο-κίθᾰρις [κῐ],
A with golden lyre, prob. in Tim.Pers.215 (χρυσεο- Pap.), cf. Hsch. s.v. χρυσάωρ; also [suff] χρῡσο-κίθᾰρος, Suid. s.v. χρυσάορον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκίθαρος — ον, Α βλ. χρυσοκίθαρις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”